- Ἀρριανοῦ
- Ἀρριανόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Discourses of Epictetus — The Codex Bodleianus of the Discourses of Epictetus. Note the large stain on the manuscript which has made this passage (Book 1. 18. 8 11) partially illegible. The Discourses of Epictetus are a series of extracts of the teachings of the Stoic… … Wikipedia
Langaros von Agrai — Langaros (Λάγγαρος) von Agrai, Fürst der Agrainer, eines thrakischen Stammes. In den schweren Kämpfen während des ersten Zuges Alexander des Großen nach Hellas im Jahre 334 v.u.Z. hat er Alexander die Treue gehalten. Alexander verlobte ihn mit… … Deutsch Wikipedia
έκταξη — η (AM ἔκταξις) νεοελλ. έγγραφη εξουσιοδότηση που γίνεται σε κάποιον για είσπραξη πραγμάτων ή χρημάτων (| μσν. (νομ.) εντολή σε κάποιον να υποσχεθεί ή να δώσει κάτι σε τρίτον, αλλιώς αντίδοσις αρχ. 1. παράταξη τού στρατού για μάχη 2. εκστρατεία… … Dictionary of Greek
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek
περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… … Dictionary of Greek
Δέξιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Το 406 π.Χ. κλήθηκε από τη Γέλα ως επικεφαλής 1.500 μισθοφόρων για να υπερασπιστεί τον Ακράγαντα, εναντίον της πολιορκίας των Καρχηδονίων. Οι τελευταίοι νικήθηκαν, αλλά δεν… … Dictionary of Greek
Κρηνίδες — I Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Μικρή πόλη της Μακεδονίας, κοντά στα σύνορα με τη Θράκη, ΒΑ του Παγγαίου. Ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των πολλών πηγών που υπήρχαν στην περιοχή. Ιδρύθηκε στην ανατολική όχθη ενός έλους, κοντά στη θάλασσα, από… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… … Dictionary of Greek
Σαβάκης — Πέρσης σατράπης της Αιγύπτου, την εποχή του Δαρείου του Κοδομανού. Σκοτώθηκε, σύμφωνα με μαρτυρίες του Αρριανού, στη μάχη της Ισσού του 333 π.Χ. Από το Διόδωρο το Σικελιώτη αναφέρεται ως Τασιάκης … Dictionary of Greek
Σιμπλίκιος — I Πάπας της Ρώμης (468 483). Διαδέχτηκε τον άγιο Ιλάριο. Η παπωσύνη του συνέπεσε με την κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον Οδόακρο το βασιλιά των Ερούλων (476). Ικανότατος όπως ήταν, κατόρθωσε να περιφρουρήσει την Εκκλησία και να… … Dictionary of Greek